ἀποκλέπτω

ἀποκλέπτω
ἀποκλέπτω, [tense] fut. -ψω,
A to steal away, run away with, τι h.Merc.522: —[voice] Pass., [tense] aor. 2 ἀπεκλάπην, to be robbed of, τι interpol. in Artem.2.59.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αποκλέπτω — ἀποκλέπτω (Α) 1. κλέβω κάτι από κάποιον 2. φρ. «ἀποκλέπτει ἑαυτόν» εξαπατά τον εαυτό του …   Dictionary of Greek

  • ἀποκλέπτω — ἀπό κλέπτω clepere pres subj act 1st sg ἀπό κλέπτω clepere pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλέβω — και κλέφτω και κλέπτω (AM κλέπτω, Μ και κλέπτω και κλέβ[γ]ω και κλέφτω) 1. παίρνω κάτι που δεν μού ανήκει, αφαιρώ από κάποιον κάτι κρυφά ή με απάτη, σφετερίζομαι, καταχρώμαι, ιδιοποιούμαι, υπεξαιρώ (α. «τής έκλεψαν τα λεφτά από την τσάντα» β.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”